- συνεκλεκτος
- συνεκλεκτόςσυν-εκλεκτός3вместе или одновременно избранный (sc. ἐκκλησία NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκλεκτός — ή, όν, Α ο μαζί με άλλον εκλεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεκτός] … Dictionary of Greek
συνεκλεκτή — συνεκλεκτός chosen along with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκλεκτήν — συνεκλεκτός chosen along with fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԸՆՏՐԵԼԱԿԻՑ — ( ) NBH 1 0785 Chronological Sequence: Early classical ա. συνεκλεκτός co electus Կցորդ ընտրութեան. ʼի միասին ընտրեալ. զուգապէս ընտիր. *Որ ʼի Բաբելոն ընտրելակից եկեղեցին է. ՟Ա. Պետ. ՟Է. 13 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)